ἀστροειδῆ

ἀστροειδῆ
ἀστροειδής
starlike
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀστροειδής
starlike
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀστροειδής
starlike
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αστροειδή — (astroides). Οικογένεια των εξακοραλλίων (κοιλεντεροζώων), των οποίων οι απολιθωμένες μορφές έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη στρωματογραφία του μεσοζωικού αιώνα. Τα α. ζουν μοναχικά ή σε αποικίες. Μεταξύ των απολιθωμένων γενών μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”